- θύρσοι
- θύρσοςwand wreathed in ivy and vine-leaves with a pine-cone at the topmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θυρσοί — θυρσόω make into thyrsi pres subj mp 2nd sg θυρσόω make into thyrsi pres ind mp 2nd sg θυρσόω make into thyrsi pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θύρσοι — Θύρσος wand wreathed in ivy and vine leaves with a pine cone at the top masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θύρσος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πέθανε με μαρτυρικό τρόπο επί Δεκίου (249 251) στην Απολλωνία της Φρυγίας, μαζί με τον Καλλίνικο και τον Λεύκιο. Η μνήμη τους τιμάται στις 14 Δεκεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με την Αγνή. Η μνήμη του… … Dictionary of Greek
δράμα — Όρος που υπό ευρεία έννοια αναφέρεται σε κάθε έργο που προορίζεται να παιχτεί στη σκηνή (τραγωδία, κωμωδία, φάρσα, θρησκευτική παράσταση κλπ.). Ο ορισμός αυτός, που έχει λόγια προέλευση και βασίζεται στην ετυμολογική σημασία του όρου,… … Dictionary of Greek
κώνης — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κώνητες θύρσοι» … Dictionary of Greek